- δίστηλος
- η , ο [ος, ον]1) имеющий два столба, две стойки;
δίστηλο πλοίο — двухмачтовое судно;
2) имеющий две колонки, два столбца;δίστηλο άρθρο — статья в два столбца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δίστηλο πλοίο — двухмачтовое судно;
δίστηλο άρθρο — статья в два столбца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δίστηλος — η, ο (AM δίστηλος, ον) αυτός που έχει δύο στήλες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίστηλο α) δημοσίευμα (άρθρο κ.λπ.) που καταλαμβάνει δύο στήλες β) παλαιό ασημένιο ισπανικό νόμισμα (επειδή είχε στη μιά όψη τις δύο στήλες τού Ηρακλέους), κολονάτο … Dictionary of Greek
δίστηλος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από δύο στήλες: Δίστηλο άρθρο εφημερίδας. 2. το ουδ. ως ουσ., δίστηλο κάθε δημοσίευμα που καταλαμβάνει δύο στήλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek